- υπόδουπος
- -ον, Ααυτός που ακούγεται σαν αντήχηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος χτύπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόδουπος — reverberating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νούθος — νοῡθος και νουθός, ὁ (Α) ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα… … Dictionary of Greek